συμβολαιογράφος

συμβολαιογράφος
Δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη, τη διαφύλαξη ή την έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων: α’, όλων των ιδιωτικών εγγράφων στα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερο κύρος, δίνοντας σχετική εντολή διατύπωσης τους από τον συμβολαιογράφο, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από το νόμο τύπο και διαδικασία όπως η σύνταξη διαθήκης, η οποία όμως μπορεί να συνταχθεί και ιδιόγραφη από τον ίδιο το διαθέτη, β’, όλων των εγγράφων για τα οποία ο νόμος προβλέπει ότι πρέπει να τηρηθεί υποχρεωτικά ο τύπος του συμβολαιογραφικού έγγραφου· τέτοιες προβλέψεις υπάρχουν σε όλους σχεδόν τους κλάδους του ιδιωτικού δίκαιου (π.χ. πολυετής μίσθωση ακίνητου, συνομολόγηση σύμβασης ισόβιας προσόδου, σύσταση, αλλοίωση ή μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος, αναγνώριση εξώγαμου τέκνου, καταστατικό ανώνυμης εταιρείας κλπ.). Εκτός από τη σύνταξη, οι συμβολαιογράφοι έχουν ως έργο και την έκδοση αντιγραφών των εγγράφων που έχουν υπό τη φύλαξή τους, καθώς και τη βεβαίωση της χρονολογίας ιδιωτικών εγγράφων.
* * *
ο, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
άμισθος δημόσιος λειτουργός εντεταλμένος με τη σύνταξη και φύλαξη δημόσιων εγγράφων
μσν.-αρχ.
δικαστικός υπάλληλος ο οποίος είναι αρμόδιος για τη σύνταξη τών συμβολαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβόλαιο(ν) + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμβολαιογράφος — notary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβολαιογράφος, ο — η αυτός που συντάσσει τα συμβόλαια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβολαιογράφοι — συμβολαιογράφος notary masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβολαιογράφοις — συμβολαιογράφος notary masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβολαιογράφον — συμβολαιογράφος notary masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβολαιογράφου — συμβολαιογράφος notary masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβολαιογράφους — συμβολαιογράφος notary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβολαιογράφων — συμβολαιογράφος notary masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • νοτάριος — ο (ΑΜ νοτάριος, Μ και νοτάρης και νοτάρος) αξίωμα εκκλησιαστικό και πολιτικό στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που δήλωνε κατά καιρούς τον σημειογράφο, τον στενογράφο, τον γραμματέα, τον συμβολαιογράφο νεοελλ. μσν. (στα Επτάνησα κατά την περίοδο τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”